Σάββατο βραδάκι. Σκάει πρόταση απ’ τον κολλητό για ποτάκι. Θα ‘ναι, λέει, η «έτσι» του παρέα με μια φίλη της –σαν να λέμε «Έλα, θα σου κρατάμε και το φανάρι». Κάνεις τη σχετική έρευνα, τη stalkάρεις και στο Facebook (προφανώς το ίδιο κάνει κι εκείνη, έστω και στη λιγότερο tech-savvy εκδοχή του), αποφασίζεις ότι «κάτι μπορεί να λέει» και με τις σκέψεις αυτές μπαίνεις για ένα ντουζάκι. Ε, πώς, μην είσαι και σαν τον λέτσο!

Η φίλη της φίλης δεν είναι κακή. Για την ακρίβεια δεν χρειάζεται καν το πρώτο ποτό για να τη δεις με άλλο μάτι, οπότε τάκα-τάκα αρχίζεις το «παιχνίδι». «Και τι δουλειά κάνεις», σε ρωτάει εκείνη προσπαθώντας να σκιαγραφήσει το στυλ αλλά κυρίως το πάχος του πορτοφολιού σου. Ερώτηση-παγίδα, ισοδύναμη με το «Μωρό μου, έχω παχύνει»;

Αν το επάγγελμα δεν είναι κάτι που θα τη βγάλει νοκ-άουτ με τη μία (πυρηνικός φυσικός, γιατρός, δικηγόρος, επιχειρηματίας, πολυεκατομμυριούχος, ξέρεις, τα γνωστά), αρχίζεις και χάνεις πόντους. Αν δε, αρχίσεις και τη μίρλα για την κρίση και το πόσο πολύ σε έχει επηρεάσει, ασ’ το, το χάσαμε το κορμί πατριώτη. Μπορεί ο ποιητής να λέει «Άμα έχεις παλαμάρι, τι τη θέλεις τη Ferrari», όμως πίστεψέ με, όλοι οι κάτοχοι Ferrari έχουν άλλη γνώμη.

Πριν σε πάρει από κάτω για τη «ρημάδα κενωνία που άλλους τους ανεβάζει κι άλλους τους χαντακώνει στα τάρταρα» όμως, σκέψου το εξής: ποια είναι αυτή η γκιόσα που θα σε απορρίψει; Δηλαδή, σόρι κιόλας αλλά δεν θυμάσαι να σου ‘πε ότι έχει πεντέξι πολυεθνικές να παίζει. Μια απλή γραμματέας είναι του 9-5 και με «τρεις κι εξήντα». Και βέβαια έχει βγει στη γύρα σαν αρπαχτικό, ψάχνοντας το θύμα της.

Θες το θύμα αυτό να είσαι εσύ; Πώς το κόβεις; Όχι, ε; Ωραία. Τη βλέπεις να «ξινίζει» στο άκουσμα της φτωχής πλην τίμιας δουλειάς σου; ΣΤΟΠ! Πριν προλάβει να κάνει τίποτα, ριχ’ της εσύ πρώτος άκυρο και ξεκίνα τον χαβαλέ. Είσαι υπεράνω ρε, πώς το λένε; Κι ασ’ την κότα να ψάχνει! Σιχτίρ βραδιάτικα…