Ήταν τέλη δημοτικού και με θυμάμαι να καμαρώνω το πρώτο του αθλητικό μποτάκι, ίσως και ο μοναδικός που είχα στην τάξη. Αφού είχα βαρεθεί να «σκουπίζω» τα πατώματα κάνοντας τον τερματοφύλακα στο ποδόσφαιρο, είχα αποφασίσει πως άλλο είναι το άθλημα που μου άρεσε. Που τρελαινόμουν να παρακολουθώ. Να παίζω σχεδόν μόνος μου στις μπασκέτες αφού η μόδα ήταν αυστηρά και μόνο το ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή. 5-6 χρόνια μετά, όλα θα άλλαζαν...
Μέσα στο διπλό λεωφορείο να κατεβαίνει σφαίρα την Ιπποκράτους, γεμάτο πιτσιρικαρία που το κάνουν να πηγαίνει πάνω-κάτω σαν δαιμονισμένο. Στην Ομόνοια κόλαση. Ο τελικός του ’87 έχει τελειώσει και επικρατεί κάτι σαν αποκάλυψη. Ανατριχίλες ανά δέκα δευτερόλεπτα… Ελάχιστο καιρό αργότερα οι μπασκέτες έχουν γεμίσει και άπαντες προσπαθούν να κάνουν το σπάσιμο του Γκάλη. Πλέον δεν ήμουν μόνος και με ψιλοπείραζε που είχαν μάθει όλοι πλέον το μπάσκετ. Έπνιγα τον εγωισμό μου κάθε Πέμπτη-Σάββατο-Κυριακή, χαζεύοντας τον Γκάλη σαν παιδάκι που βλέπει ταχυδακτυλουργό για πρώτη φορά. Να νικάει στους αιθέρες τον Μπομπ Μάκαντου, τον Όντι Νόρις, τον Σαμπόνις, τον Φασούλα και να σκέφτεσαι σχεδόν την ματαιότητα της προσπάθειάς τους να τον κόψουν. Να κάνει το back door με τον Γιαννάκη τόσο… τυπικά σωστά κάθε φορά. Να πασάρει έτοιμα καλάθια και να τους κάνει όλους καλύτερους παίκτες.
Και εμένα καλύτερο άνθρωπο, αφού έβλεπα πως το σημαντικό είναι να παραμένεις σχεδόν ταπεινός, να δουλεύεις ασταμάτητα χωρίς να περιμένεις να σου πει κανείς «μπράβο» γι’ αυτό και το βασικότερο, να μην λες πολλά. Σε μία χώρα που οι ξερόλες και οι μπλαμπλάδες είναι αμέτρητοι, σε μία χώρα που οι «ειδικοί» και αυτοί που λατρεύουν να μιλάνε επί παντός επιστητού ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, εκείνος που είχε κάθε δικαίωμα να πει κάτι παραπάνω με τα θαύματα που έκανε κάθε εβδομάδα, μετρούσε τις λέξεις του. Δεν άρπαζε μικρόφωνα και ξεχνούσε να σταματήσει. Δεν έτρεχε στα πάνελ σαν μαραμένος «μαϊντανός». Δεν βαυκαλιζόταν σαν τους ευτραφείς πολιτικούς μας που όταν μιλούν νομίζουν πως σταματάει να γυρίζει η γη για πάρτη τους. Την «πολυλογία» του την άφηνε για το γήπεδο, εκεί που δεν μπορούσε κανένας άλλος να αρθρώσει λέξη…
Του άρεσε να μη λέει πολλά. Γι’ αυτό και μόνο θα τον λάτρευα, κι αν μην είχε βάλει κάτι εκατομμύρια πανέμορφα καλάθια στη ζωή του ως Νίκος Γκάλης…