Πέμπτη απόγευμα στο καράβι για Πειραιά.

Η Αμοργός ήταν ένα νησί που ήθελα πάντα να πάω. Φέτος ήταν η χρονιά που θα πήγαινα, το είχα πάρει απόφαση. Το είπα στη Μυρτώ, αμέσως την επόμενη ώρα είχα κλείσει εισιτήρια και ξενοδοχείο. Ο Ιούλιος έφτασε και εμείς φτάσαμε στην Αμοργό. Ήξερα ότι έπρεπε να έρθω σε αυτό το νησί, το ένιωσα από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου. Η χώρα του με μάγεψε, οι γεύσεις από τα παραδοσιακά φαγητά και γλυκά ακόμα είναι ζωντανές, η γαλαζοπράσινη θάλασσα, το νησάκι της απομόνωσης – η Γραμβούσα – οι στιγμές μη πολιτισμού σε κάνουν να νιώθεις ότι γεννήθηκες ξανά. Οι άνθρωποι χαρούμενοι, χαμογελαστοί, ενώ η χώρα σε μαγεύει μέρα και νύχτα.

Την αγάπησα την Αμοργό.

Είναι ένα χωριό στην Αμοργό που λέγεται Θολάρια. Η Μυρτώ για κάποιο ανεξήγητο λόγο το λέει από τη πρώτη μέρα Θολούρια.

-Ανθή, ποτέ θα πάμε στα  Θολούρια; με ρωτάει η Μυρτώ.

-Θολάρια βρε παιδί μου! της λέω εγώ

-Θα το πω σωστά μέχρι να πάμε! μου λέει η Μυρτώ

Η Μυρτώ το είπε Θολούρια πολλές φορές ακόμα, που είχε γίνει πια το αστείο της ημέρας.

Είμαστε όλη μέρα έξω και αράζουμε στην παραλία. Ο ήλιος δύει κι εμείς αποφασίζουμε να πάμε προς το δωμάτιο να αλλάξουμε για να πάμε επιτέλους στο χωριό Θολάρια. Κατά τη Μυρτώ Θολούρια. Σταματάμε με το αμάξι και δίπλα μας σταματάει ένας με το μηχανάκι.

-Κορίτσια, ξέρετε που είναι τα θ…

-Τα Θολούρια είναι εκεί απέναντι… λέω εγώ

-Θολάρια παιδί μου! της λέει το αγόρι που έχει σταματήσει με το μηχανάκι.

Η Μυρτώ γελάει φανερά και απροκάλυπτα.

-Έχεις δίκιο Θολάρια λέγονται. Αν πάρεις αυτό δρόμο, θα σε οδηγήσει στην πλατεία του χωριού! Λέω εγώ στο παιδί ενώ γελάω.

-Ευχαριστώ πολύ κορίτσια!

Η Μυρτώ συνεχίζει να γελάει, όπως κι εγώ το ίδιο.

-Μυρτώ,Μα να πω Θολούρια;

-Θολάρια Ανθή  μου! Θολάρια!

Έφτασε η τελευταία μέρα και ήταν η ώρα που έπρεπε να αφήσω την Αμοργό μου. Είχε γίνει «μου» τόσες μέρες. Μπαίνουμε στο πλοίο καθόμαστε στις θέσεις μας και ξαφνικά σταματάει ένα αγόρι:

-Κορίτσια, εσείς δεν είστε με τα Θολούρια;

-Ναι, απαντάμε και οι δύο.

-Θα θέλατε να συνυπάρξουμε; Ας συστηθούμε. Σταύρος, χάρηκα!

-Μυρτώ, Χάρηκα!

-Εγώ είμαι η Άνθη, Χάρηκα!

-Χάρηκα κορίτσια! Εμείς καθόμαστε 3 θέσεις πιο κάτω, όποτε θέλετε ελάτε!

Πήραμε τα πράγματα μας με τη Μυρτώ και πήγαμε να κάτσουμε μαζί με τα παιδιά. Είχαμε 6 ώρες ταξίδι για να φτάσουμε Πειραιά. Πέρασε η ώρα και δεν το καταλάβαμε. Ξαναζήσαμε τις στιγμές μας στην Αμοργό και συζητήσαμε τις εντυπώσεις μας από τα Θολούρια – Θολάρια ήθελα να πω.