Κυριακή πρωί στο Παγκράτι

Χτες ήταν η πρώτη μου μέρα στο νέο μου σπίτι, στο  Παγκράτι. Πάντα ονειρευόμουν να βρω ένα ισόγειο με αυλή και τελικά τα κατάφερα. Πέρασαν 35 χρόνια για να αποφασίσω να φύγω από τη γειτονιά που μεγάλωσα. Ήταν όμορφα στο Μαρούσι, αλλά η αλλαγή έχει άλλη γλύκα.

Η αυλή μου συνορεύει με την αυλή μιας ηλικιωμένης κυρίας που την είχα γνωρίσει όταν ήρθα να νοικιάσω το σπίτι. Η κυρία Μέλπω είχε ένα χαμόγελο με μια ζεστασιά σα να σε αγκάλιαζε τόσο σφιχτά που δεν θέλεις να φύγεις. Είχα βγάλει όλα μου τα πράγματα έξω στην αυλή και μπαινόβγαινα αυλή- σπίτι για να τα τακτοποιήσω.

-Καλημέρα Κορίτσι μου!

-Καλημέρα κυρία Μέλπω!

– Καλώς όρισες στη γειτονιά μας!

-Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Μέλπω! Θα τα λέμε πιο συχνά τώρα πια!

– Ότι χρειαστείς κορίτσι μου, μη διστάσεις να μου χτυπήσεις! Εδώ είμαι εγώ, δε φεύγω!

Μου χαμογέλασε τόσο γλυκά που μόνο με μια αγκαλιά μπορούσα να ανταποδώσω.

-Τι γλυκό πλάσμα που είσαι κοριτσάκι μου! Χαίρομαι που θα σε έχω γειτόνισσα, πια!

Μια ακόμα αγκαλιά για να συνεχίζω να τακτοποιώ το χάος του σπιτιού.

Έφτασε μεσημέρι και δεν το κατάλαβα.

-Νεφέλη μου! μου φωνάζει η κυρία Μέλπω

-Έρχομαι!

-Πεινάς κορίτσι μου;

-Το στομάχι μου παίζει ταμπούρλο από τη πείνα!

Γελάει με αυτό το γλυκό χαμόγελο.

-Είναι ώρα να φάμε! Θα κάνεις τα υπόλοιπα μετά! μου λέει και ανοίγει την πόρτα της.

-Ευχαριστώ πολύ, αλλά πρώτη φορά στο σπίτι σας δε γίνεται να έρθω με άδεια χέρια! Μισό λεπτό να πάω να φέρω ένα κρασί που έχω για να πιούμε.

-Να μη φέρεις τίποτα, θα μου κάνεις το τραπέζι άλλη μέρα!

-Έγινε!

Μπήκαμε στο σπίτι της κυρίας Μέλπω. Αρχοντικό πανέμορφο σπίτι με μια μυρωδιά από μια άλλη εποχή. Σκαλιστά βαριά έπιπλά με σκούρες αποχρώσεις χρωμάτων και βελούδο παντού. Οι καναπέδες είχαν αυτό το σκούρο σμαραγδί βελούδο και η τραπεζαρία το βαθύ βυσσινή με σκαλιστά ξεχωριστά σχέδια σε κάθε καρέκλα.

-Τι όμορφο αρχοντικό σπίτι που έχετε κυρία Μέλπω! Πόσο ξεχωριστά είναι τα έπιπλα σας!

Χαμογέλασε.

-Κάθισε Νεφέλη μου, σαν το σπίτι σου!

Κάθισα στη τραπεζαρία που ήταν ήδη στρωμένα πιάτα πορσελάνινα με χρυσό σχέδιο γύρω-γύρω και μαχαιροπίρουνα ασημένια σκαλιστά. Ήταν τα καλά σερβίτσια, σκέφτηκα. Έφερε 3 μεγάλες πιατέλες μια με σαλάτα, μια με μοσχαράκι κοκκινιστό και ψωμί ζεστό.

-Κυρία Μέλπω, δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω!

-Τρώγε να πάρεις δυνάμεις! Είμαι μεγάλη για να μπορέσω να σε βοηθήσω αλλά…

-Το φαγητό σας είναι κάτι παραπάνω από βοήθεια!

-Έχω και γλυκό! Κέικ πορτοκάλι με λιωμένη σοκολάτα, μαύρη για να μη χάνετε η γεύση!

-Που ξέρετε ότι είναι το αγαπημένο μου;

Αρχίσαμε να γελάμε και να σερβίρουμε τα μυρωδάτα φαγητά που μόνο με της μαμάς μου μπορούσα να τα συγκρίνω.

-Κυρία Μέλπω, τι ωραίες γεύσεις είναι αυτές! Πόσα πράγματα φτιάξατε για μια Κυριακή!

-Σήμερα είναι Κυριακή των ψυχών.  Δυστυχώς η ψυχή μου μόνο με μυρωδιές μπορεί να γεμίσει πια. Ζω για να θυμάμαι.

Της κράτησα το χέρι και μου χαμογέλασε.

-Έχασα τον άντρα μου πριν από 3 χρόνια μετά από 67 χρόνια γάμου. Με είδε στα 18 μου και μου είπε ότι θέλει να με παντρευτεί. Αν δεν είναι αυτός έρωτας με τη πρώτη ματιά τότε τι είναι;

Γέλασε γλυκά και φωτεινά.

-Ήταν άλλες εποχές τότε, και η ματιά ακόμα ήταν παράνομη. Ο γάμος ήταν η μόνη διαφυγή για να είσαι με τον άνθρωπο σου. Έπρεπε να παντρευτείς για να δεις αν ταιριάζεις. Δε ξέρω αλήθεια τι είναι καλύτερο να γνωρίσεις πρώτα τον άνθρωπο που θα θέλεις να είσαι μαζί ή να τον παντρευτείς και να τον γνωρίσεις; Εγώ ήμουν τυχερή.Μεγαλώσαμε μαζί με τόση αγάπη που η αγκαλιά μας είχε γίνει ένα. Θέλαμε πολλά παιδιά αλλά καταφέραμε να έχουμε μόνο το γιο μας. Δε ξέρω τι πονάει περισσότερο να χάνεις ένα παιδί που δεν το έχεις αγκαλιάσει ποτέ ή ένα παιδί που το έχεις μεγαλώσεις; Έχω ζήσει και τα 2 και πονάνε και τα 2 το ίδιο πολύ, είναι παιδιά σου.

Σιωπή.

-Παρασύρθηκα κορίτσι μου από τα δικά μου και σε ζαλίζω…

-Κυρία Μέλπω αφού σήμερα είναι η μέρα των ψυχών, ας ελαφρύνουμε τις ψυχές μας…

Σιωπή.

-Όταν έχασα τον άντρας μου έκλεισε το σπίτι μου, όταν έχασα το γιο μου έκλεισε η καρδιά μου…

Τα λόγια δεν μιλούν τέτοιες στιγμές, μόνο οι αγκαλιές. Συγκίνηση με ένα ελαφρύ δάκρυ ανακούφισης.

Σιωπή.

– Αρκετά σε βάρυνα, θα σου πω μια ιστορία μας για να γελάσουμε. Το βράδυ του αρραβώνας το γλέντι τελείωσε στις 5 το πρωί και φύγαμε χέρι-χέρι για το σπίτι μας τραγουδώντας όσο πιο δυνατά μπορούσαμε σε όλη τη διαδρομή. Ξαφνικά μου ήρθε μια ιδέα και τον προκάλεσα να χτυπήσει όλα τα κουδούνια μιας πολυκατοικίας που περνούσαμε μπροστά.

«Μέλπω μου όσο και να σε αγαπώ αυτή την τρέλα δε την κάνω»

Πριν προλάβει να το πει, έχω πατήσει όλα τα κουδούνια της πολυκατοικίας,  βγάζω τα τακούνια μου και αρχίζω να τρέχω σαν τρελή. Ο Αχιλλέας δεν έχει προλάβει να καταλάβει τι έχει γίνει και έχει μείνει άγαλμα μπροστά από την είσοδο της πολυκατοικίας. Βγαίνει ο θυρωρός, ανοίγει την πόρτα και αρχίζει να του φωνάζει:

«Δεν ντρέπεσαι κοτζάμ  μαντράχαλος να χτυπάς τα κουδούνια νυχτιάτικα;»

Ο Αχιλλέας αρχίζει να τρέχει σαν τρελός και εγώ γελάω φωναχτά στο τέλος του δρόμου. Πέφτει στην αγκαλιά μου λαχανιασμένος:

«Πόσο τρελή είσαι Μέλπω μου!»

«Τόσο τρελή όσο θα είναι η ζωή μας!»

Γελούσαμε χωρίς σταματημό και μόνο κάτι ψίχουλα από το κέικ είχαν μείνει στα πιάτα μας. Κοίταξα το ρολόι και ήταν 11 παρά, είχε ήδη σκοτεινιάσει και δεν χόρταινα να ακούω ιστορίες και να γελάμε παρέα με την κυρία Μέλπω. Ευτυχώς είχα βάλει όλα τα πράγματα μέσα, και αύριο μέρα είναι για να τακτοποιήσω το χάος μου.

Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια ατάκα που ήθελε να γίνει ιστορία!
Εγώ είμαι η Μαρία ή Τσατσάκη όπως με φωνάζουν οι περισσότεροι και είμαι αυτή που γράφει τις ιστορίες.
Άκουσες μια ατάκα που σου άρεσε;
Είπες μια ατάκα που σου άρεσε;
Η ατάκα σου θα γίνει ιστορία για να μείνει στην ιστορία!
Θέλεις να μου στείλεις τη δική σου ατάκα; 
www.atakaistoria.gr