Κατά τη διάρκεια της ιστορίας, οι διοικήσεις έχουν επιβάλλει διάφορους φόρους στους πολίτες για να γεμίσουν τα κρατικά ταμεία. Εκτός από τον φόρο εισοδήματος, έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης τεκμαρτοί φόροι, δηλαδή φόροι που βασίζονται σε συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια για τον πλούτο των ατόμων.

Στην σύγχρονη εποχή, τα αυτοκίνητα, τα κινητά τηλέφωνα ή οι πισίνες μπορεί να θεωρηθούν τέτοια κριτήρια. Ωστόσο, σε παλαιότερες εποχές, τα κριτήρια ήταν διαφορετικά. Για παράδειγμα, το αναμμένο τζάκι θεωρείτο ένδειξη πλούτου. Ο Καζαντζάκης στο έργο του “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” αναφέρει ότι δίπλα σε ανθρώπους που υποφέρουν από κρύο και πείνα, υπάρχουν και άλλοι που απολαμβάνουν τον πλούτο τους με αναμμένα τζάκια.

Κατά τη βυζαντινή εποχή, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α’ (802-811 μ.Χ.) επανέφερε έναν παλαιότερο δασμό, τον φόρο του καπνού, ο οποίος επιβάλλονταν στα σπίτια μεγαλοακτημόνων της εποχής. Αργότερα, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής (969-976 μ.Χ.) επέκτεινε αυτόν τον φόρο στις πόλεις, λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των τζακιών που υπήρχαν σε κάθε σπίτι. Έτσι, κάθε οικογενειάρχης φορολογούνταν ανάλογα με τον αριθμό των τζακιών του, καθώς αυτά θεωρούνταν ένδειξη πλούτου. Αυτός ο φόρος ονομαζόταν “καπνικόν”.

Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε η φράση “από τζάκι”, η οποία αναφέρεται σε μια ευκατάστατη οικογένεια. Ο ρόλος της συλλογής των φόρων είχε ανατεθεί σε έναν κρατικό υπάλληλο, γνωστό ως “καπνικάριος”. Ένας τέτοιος υπάλληλος ανέγειρε την Εκκλησία της Παναγίας της Καπνικαρέας, ή αλλιώς γνωστή ως Καπνικαρέα, στην οδό Ερμού στο κέντρο της Αθήνας.